Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συρίγγιο
1 εγγραφή
συρίγγιο το [siríngio] Ο40 : (ιατρ.) παθολογικός πόρος που συνδέει δύο όργανα ή ένα όργανο με την εξωτερική επιφάνεια του σώματος και από τον οποίο διοχετεύεται πύον ή άλλα παθολογικά υγρά.

[λόγ. < ελνστ. συρίγγιον `μικρό έλκος΄ υποκορ. του αρχ. σῦριγξ (δες σύριγγα 2) σημδ. γαλλ. fistule]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες