Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνώνυμος
1 εγγραφή
συνώνυμος -η -ο [sinónimos] Ε5 : (γραμμ.) για λέξεις ή εκφράσεις που έχουν το ίδιο περίπου νόημα: Συνώνυμες λέξεις, συνώνυμα. || (ως ουσ.) το συνώνυμο, λέξη που είναι διαφορετική από μια άλλη, που έχει όμως την ίδια περίπου σημασία με αυτή, όπως π.χ. τα ρήματα ξημερώνει, χαράζει, φέγγει· (πρβ. ταυτόσημο): Tα συνώνυμα αποβλέπουν στην έξαρση ορισμένων κάθε φορά γνωρισμάτων της έννοιας, που επιθυμούμε να προσέξει ο ακροατής ή ο αναγνώστης. || (επέκτ.) ταύτιση δύο εννοιών, καταστάσεων ή αντιλήψεων: H αρχαία Ελλάδα έχει γίνει συνώνυμο του πολιτισμού.

[λόγ. επίθ. < αρχ. τά συνώνυμα (επίθ. συνώνυμος `που έχει το ίδιο όνομα΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες