Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνυπεύθυνος
1 εγγραφή
συνυπεύθυνος -η -ο [sinipéfθinos] Ε5 : που μοιράζεται την ευθύνη με κπ. ή με κτ. άλλο: Είσαι ~ με τη γυναίκα σου για τη διάλυση της οικογένειάς σου. Είμαστε όλοι συνυπεύθυνοι για την καταστροφή του περιβάλλοντος.

[λόγ. συν- υπεύθυνος μτφρδ. αγγλ. jointly responsible, jointly liable]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες