Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνυπάρχω
1 εγγραφή
συνυπάρχω [sinipárxo] Ρ αόρ. συνυπήρξα, απαρέμφ. συνυπάρξει : 1.(για πρόσ.) ζω ή βρίσκομαι στον ίδιο χώρο με κπ. άλλο· συμβιώνω: Mε καλή θέληση μπορούν να συνυπάρξουν ειρηνικά οι γειτονικοί λαοί. Δεν μπορούμε να συνυπάρξουμε με αυτούς τους ανθρώπους κάτω από την ίδια στέγη. 2. για κτ. που συμβαίνει, υπάρχει συγχρόνως ή και στον ίδιο χώρο με κτ. άλλο: Tο σύγχρονο μπορεί να συγκεραστεί και να συνυπάρξει αρμονικά με το παραδοσιακό. Στο ίδιο άτομο συνυπάρχουν προτερήματα και ελαττώματα.

[λόγ. < αρχ. συνυπάρχω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες