Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συντομογραφία
1 εγγραφή
συντομογραφία η [sindomoγrafía] Ο25 : γραπτή συντετμημένη λέξη ή λέξεις, με ευρεία συνήθ. χρήση, στις οποίες έχουν παραλειφθεί γράμματα ή συλλαβές για λόγους συντομίας, που προφέρονται όμως ολόκληρες· βραχυγραφία· (πρβ. αρκτικόλεξο): Πίνακας συντομογραφιών, σε ένα λεξικό, σύγγραμμα κτλ. “Π.χ.” είναι η ~ της έκφρασης “παραδείγματος χάριν”. || (μουσ.) ειδικό σημείο ή απλούστευση του τρόπου της μουσικής γραφής.

[λόγ. σύντομ(ος) -ο- + -γραφία απόδ. γαλλ. abréviation]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες