Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συντηρητισμός ο [sindiritizmós] Ο17 : το σύνολο των απόψεων ή των ενεργειών ενός συντηρητικού ατόμου ή ενός συνόλου ατόμων, που αφορούν συνήθ. τον πολιτικό και τον κοινωνικό τομέα. ANT προοδευτισμός: Ο ~ των δεξιών κομμάτων / των κλειστών κοινωνιών / των ηλικιωμένων.
[λόγ. συντηρητ(ικός) -ισμός μτφρδ. γαλλ. conservatisme]