Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συντηρητής ο [sindiritís] Ο7 θηλ. συντηρήτρια [sindirítria] Ο27 : τεχνίτης ειδικός στη συντήρηση αντικειμένων τέχνης, μηχανών κτλ.: Εργάζεται ως ~ πινάκων στην Εθνική Πινακοθήκη. ~ ανελκυστήρων. ~ κτιρίου.
[λόγ. < μσν. συντηρητής `που διασώζει΄ < συντηρη- (συντηρώ) -τής σημδ. γαλλ. conservateur· λόγ. συντηρη(τής) -τρια]