Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συνταξιοδότηση η [sindaksioδótisi] Ο33 : χορήγηση σύνταξης σε έναν εργαζόμενο ή σε προστατευόμενο μέλος του εργαζομένου.
[λόγ. συνταξιοδοτη- (συνταξιοδοτώ) -σις > -ση]



