Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνταξιοδοτικός
1 εγγραφή
συνταξιοδοτικός -ή -ό [sindaksioδotikós] Ε1 : που αναφέρεται στη συνταξιοδότηση: Tο συνταξιοδοτικό δικαίωμα των εργαζομένων. ~ κώδικας, που ρυθμίζει συνταξιοδοτικά θέματα.

[λόγ. συνταξιοδότ(ησις) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες