Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συντέλεια
1 εγγραφή
συντέλεια η [sindélia] Ο27 : το τέλος, στις εκφράσεις: α. η ~ του κόσμου: Kάνεις σαν να έγινε η ~ του κόσμου / δεν έγινε δα η ~ του κόσμου, όταν κάποιος τραγικοποιεί ένα δυσάρεστο γεγονός. Έξω γίνεται η ~ του κόσμου, μεγάλη κακοκαιρία, κοσμοχαλασιά. β. (λόγ.) έως της συντελείας του αιώνος / των αιώνων / του κόσμου, έως τη Δευτέρα Παρουσία και με επέκταση, για απροσδιόριστα μεγάλο χρονικό διάστημα.

[λόγ. < ελνστ. συντέλεια (διαφ. το αρχ. συντέλεια `κοινή εισφορά΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες