Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συντάξιμος -η -ο [sindáksimos] Ε5 : που δίνει το δικαίωμα για σύνταξη: Έχω τριάντα πέντε συντάξιμα χρόνια. Tα χρόνια της στρατιωτικής θητείας θεωρούνται συντάξιμη υπηρεσία.
[λόγ. σύνταξ(ις) 1 -ιμος]



