Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνοδοιπόρος
1 εγγραφή
συνοδοιπόρος ο [sinoδipóros] Ο18 θηλ. συνοδοιπόρος [sinoδipóros] Ο35 : 1α.(μειωτ.) χαρακτηρισμός, που χρησιμοποιήθηκε από τη δεξιά παράταξη, για κπ. που ακολουθούσε τη γραμμή του κομμουνιστικού κόμματος, χωρίς όμως να ανήκει σε αυτό και να ταυτίζεται ιδεολογικά με αυτό. β. (σπάν.) αυτός που ακολουθεί την ιδεολογία ή τις αρχές κάποιου ο οποίος θεωρείται πρωτοπόρος: Ο Kαβάφης μπορεί να θεωρηθεί ~ του Έλιοτ και του Πάουντ. 2. (σπάν., παρωχ.) οδοιπόρος που ταξιδεύει με κπ. άλλον.

[λόγ. < αρχ. συνοδοιπόρος (1α: σημδ. αγγλ. fellow-traveller)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες