Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνοδικός
2 εγγραφές [1 - 2]
συνοδικός 1 -ή -ό [sinoδikós] Ε1 : 1.που έχει σχέση με την εκκλησιαστική σύνοδο: Συνοδικοί κανόνες, που έχει θεσπίσει η Iερά Σύνοδος. ~ τόμος, πατριαρχικό και συνοδικό έγγραφο που περιέχει τις σπουδαιότερες αποφάσεις των συνόδων. Συνοδικό σύστημα, το σύστημα διοίκησης της ορθόδοξης εκκλησίας από τις συνόδους. 2. (ως ουσ.) α. ο συνοδικός, ιεράρχης, μέλος της Iεράς Συνόδου. β. το Συνοδικό, η αίθουσα όπου συνεδριάζει η Iερά Σύνοδος.

[λόγ. < ελνστ. συνοδικός `που αναφέρεται σε εθνική συγκέντρωση΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]

συνοδικός 2 -ή -ό : (αστρον.) που έχει σχέση με τη σύνοδο των ουράνιων σωμάτων: ~ μήνας, το χρονικό διάστημα μεταξύ δύο διαδοχικών νουμηνιών ή πανσελήνων. Συνοδική περίοδος, το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ δύο διαδοχικών συνόδων ενός πλανήτη ή της Σελήνης με τον Ήλιο.

[λόγ. < ελνστ. συνοδικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες