Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συνοδηγός ο [sinoδiγós] Ο17 θηλ. συνοδηγός [sinoδiγós] Ο34 : 1.αυτός που εναλλάσσεται στην οδήγηση με τον οδηγό ενός οχήματος και που συνήθ. κάθεται δίπλα του: H θέση του συνοδηγού, το κάθισμα που βρίσκεται δίπλα στο κάθισμα του οδηγού. 2. αυτός που κάθεται δίπλα στον οδηγό.
[λόγ. συν- οδηγός μτφρδ. αγγλ. co-driver (στη σημ. 1) (διαφ. το ελνστ. συνοδηγός `οδηγός΄)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]