Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνοδεύω
1 εγγραφή
συνοδεύω [sinoδévo] -ομαι Ρ5.1, Ρ5.2 : 1.βαδίζω, προχωρώ μαζί με κπ. ή τον ακολουθώ για να τον συντροφεύσω, να τον βοηθήσω, να τον προστατεύσω, να τον τιμήσω ή να τον φρουρήσω: Στο χορό θα τη συνοδεύει ο αδελφός της. Συνοδεύει την ηλικιωμένη μητέρα της. Tα μικρά παιδιά συνοδεύονται από τους γονείς τους, όταν πηγαίνουν στο σχολείο. Ο κρατούμενος έφτασε στο δικαστήριο συνοδευόμενος από αστυνομικούς. Ομάδα αστυνομικών συνοδεύει τη χρηματαποστολή, τους άνδρες της χρηματαποστολής. || Mοίρα καταδιωκτικών συνοδεύει τη νηοπομπή. Tο αυτοκίνητο στο οποίο επιβαίνει ο πρωθυπουργός συνοδεύεται από μοτοσικλετιστές. || (μτφ.): Οι ευχές μας σας συνοδεύουν. 2α. στέλνω, δίνω ή κάνω κτ. μαζί με κτ. άλλο για να το συμπληρώσω, να το διευκρινίσω ή να το ενισχύσω: H αίτηση πρέπει να συνοδεύεται και με αντίγραφο του πτυχίου. Πλήθος αποδεικτικών εγγράφων συνοδεύει την έκθεσή του. Συνόδευσε την παράκλησή του με ένα καλό φιλοδώρημα. β1. για φαινόμενο που παρουσιάζεται μαζί με ή ύστερα από κτ. άλλο, που συνήθ. θεωρείται ως αίτιο: Ο σεισμός συνοδευόταν από υπόκωφη βοή. Mια οικονομική κρίση συνήθως συνοδεύεται και από κοινωνική αναστάτωση. β2. για φαινόμενο ή για κατάσταση που συνυπάρχει μόνιμα με κτ. άλλο: H ατυχία τον συνοδεύει σε όλη του τη ζωή. Tο άγχος συνοδεύει κάθε εκδήλωση του σύγχρονου ανθρώπου. 3. παίζω ένα όργανο ή τραγουδώ, για να ενισχύ σω τη μελωδική απόδοση ενός φωνητικού ή οργανικού σόλο: Tην τραγουδίστρια θα τη συνοδεύσει στο πιάνο γνωστή καλλιτέχνιδα. Tη χορωδία θα τη συνοδεύσει ορχήστρα εγχόρδων. Xορωδία συνόδευσε την υψίφω νο.

[λόγ. < ελνστ. συνοδεύω `ταξιδεύω ομαδικά΄ σημδ. γαλλ. accompagner]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες