Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συννεφόκαμα
1 εγγραφή
συννεφόκαμα το [sinefókama] Ο (μόνο στην ονομ. και αιτ. εν.) : (οικ.) αποπνικτική ζέστη με συννεφιά και με άπνοια.

[σύννεφ(ο) -ο- + κάμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες