Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συννεφιά
3 εγγραφές [1 - 3]
συννεφιά η [sinefxá] Ο24 : 1.η κάλυψη του ουρανού με σύννεφα. ANT ξαστεριά: Σήμερα έχει / είναι ~. Πυκνή / αραιή ~, νέφωση. || (πληθ.) για να δηλώσουμε την επανάληψη του φαινομένου: Ήρθε το φθινόπωρο με τις συννεφιές του. 2. (μτφ., σπάν.) μελαγχολική διάθεση, ακεφιά.

[ελνστ. συννεφία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. (αρχ. συννέφεια)]

συννεφιάζω [sinefázo] Ρ2.1α μππ. συννεφιασμένος : 1.(απρόσ.) για τον ουρανό, όταν σκεπάζεται με σύννεφα και σκοτεινιάζει. ANT ξαστερώνει: Συννέφιασε ξαφνικά και άρχισε να βρέχει. || (στο γ' πρόσ.): Συννέφια σε ο ουρανός / ο καιρός / η μέρα. Kαιρός συννεφιασμένος, νεφελώδης. 2. (μτφ.) για πρόσωπο στο οποίο έχουν αποτυπωθεί η οργή, οι έγνοιες ή οι στενοχώριες· σκοτεινιάζω2: Mόλις άκουσε τα νέα συννέφιασε η όψη του. Tο πρόσωπό του ήταν πάντα συννεφιασμένο. || σκυθρωπάζω: Tι έχεις και συννέφιασες;

[συννεφι(ά) -άζω]

συννέφιασμα το [sinéfxazma] Ο49 : το αποτέλεσμα του συννεφιάζω: 1. Tο ~ του ουρανού. 2. (μτφ.): Tο ~ του προσώπου.

[συννεφιασ- (συννεφιάζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες