Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνθήκη
1 εγγραφή
συνθήκη η [sinθíki] Ο30 : 1.επίσημη συμφωνία μεταξύ κρατών που αφο ρά σημαντικά διμερή ή διεθνή ζητήματα και που συχνά φέρει το όνομα της πόλης όπου έγινε η σύναψη της συμφωνίας αυτής: H ~ του Bουκουρεστίου / της Γενεύης. ~ ειρήνης. ~ για τη μη διάδοση των πυρηνικών όπλων. 2. (πληθ.) το σύνολο των δεδομένων που διαμορφώνουν μια κατάσταση: Πολιτικές / κοινωνικές / οικογενειακές / κλιματολογικές / καιρικές συνθήκες. Ευνοϊκές / δυσμενείς / κατάλληλες / ακατάλληλες συνθήκες. Ο άνθρωπος προσαρμόζεται στις συνθήκες του περιβάλλοντος. Εργάζεται κάτω από δύσκολες συνθήκες. 3. (λόγ. έκφρ.) κατά συνθήκη(ν), συμβατικά, με ρητή ή σιωπηρή αμοιβαία παραδοχή: Tα κατά ~ ψεύδη. Kατά συνθήκην άνθρωπος, μειωτικά για κπ. που θεωρούμε ότι στερείται τις ανώτερες ψυχικές ιδιότητες του ανθρώπου, που είναι κτηνώδης.

[λόγ.: 1, 3: αρχ. συνθήκη, φρ. κατά συνθήκην· 2: σημδ. γαλλ. condition]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες