Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνηρημένος
1 εγγραφή
συνηρημένος -η -ο [siniriménos] Ε3 μππ. του συναιρώ : (γραμμ.) που εμφανίζει το φαινόμενο της συναίρεσης. ANT ασυναίρετος: Συνηρημένα ρήματα / ονόματα. συνηρημένα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. συνFηρημένος `ελαττωμένος΄ μππ. του αρχ. συναιρῶ (δες λ.) σημδ. νλατ. verba contracta]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες