Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συνηρημένος -η -ο [siniriménos] Ε3 μππ. του συναιρώ : (γραμμ.) που εμφανίζει το φαινόμενο της συναίρεσης. ANT ασυναίρετος: Συνηρημένα ρήματα / ονόματα.
συνηρημένα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. συνFηρημένος `ελαττωμένος΄ μππ. του αρχ. συναιρῶ (δες λ.) σημδ. νλατ. verba contracta]