Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνημμένος
1 εγγραφή
συνημμένος -η -ο [siniménos] Ε3 μππ. του συνάπτω : 1.για κτ., συνήθ. για έγγραφο, που επισυνάπτεται, συνυποβάλλεται με κάποιο άλλο έγγρα φο: Tα συνημμένα δικαιολογητικά. 2. (γραμμ.) συνημμένη μετοχή, που έχει το ίδιο υποκείμενο με το ρήμα που προσδιορίζει, π.χ. «πέρασε το ποτάμι κολυμπώντας». συνημμένα ΕΠIΡΡ: ~ υποβάλλω βεβαίωση / απόδειξη / φωτογραφίες.

[λόγ. < ελνστ. συνημμένος μππ. του αρχ. συνάπτω, σημδ.: 1: γαλλ. ci-joint· 2: νλατ. (participium) coniunctum]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες