Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συνεργατικός -ή -ό [sinerγatikós] Ε1 : α.που έχει σχέση με τη συνεργασία των εργαζομένων. β. (ως ουσ.) η συνεργατική, τύπος επιχείρησης που στηρίζεται στην κοινή εργασία των εργαζομένων, οι οποίοι συμμετέχουν όλοι εξίσου στη διοίκηση και στα κέρδη της.
[λόγ. συνεργάτ(ης) -ικός, μτφρδ.: α: γαλλ. coopératif· β: γαλλ. coopérative]



