Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνειρμός
1 εγγραφή
συνειρμός ο [sinirmós] Ο17 : 1.(ψυχ.) η ιδιότητα που έχουν τα ψυχικά φαινόμενα, δηλαδή τα συναισθήματα, οι παραστάσεις, οι σκέψεις κτλ. να συνδέονται μέσα στη συνείδηση με βάση τους νόμους της ομοιότητας, της αντίθεσης, του συγχρονισμού και της διαδοχής, χωρίς την επέμβαση της βούλησης: ~ παραστάσεων, όταν ο σχηματισμός μιας παράστασης στη συνείδηση αναπλάθει και όλες τις άλλες με τις οποίες έχει συνδεθεί. Λογικός ~. 2. το σύνολο των ιδεών ή των παραστάσεων που ανακαλεί στη συνείδηση ο συνειρμός: H αναφορά στα γεγονότα του πολέμου μάς προκαλεί δυσάρεστους συνειρμούς.

[λόγ. < ελνστ. συνειρμός `σύνδεση λέξεων΄ σημδ. γαλλ. association]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες