Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνειδητοποιώ
1 εγγραφή
συνειδητοποιώ [siniδitopió] -ούμαι Ρ10.9 : 1.αποκτώ συνείδηση του εαυτού μου και του κόσμου που με περιβάλλει. 2α. αντιλαμβάνομαι κτ. σε όλο του το βάθος και την έκταση: Δεν μπορώ να συνειδητοποιήσω ακόμη αυτό το τραγικό γεγονός. Πρέπει να συνειδητοποιηθεί από όλους τους πολίτες ότι η λύση των κοινωνικών προβλημάτων είναι και δική τους υπόθεση. Πρέπει να συνειδητοποιήσεις τις υποχρεώσεις σου. β. (παθ.) αποκτώ επίγνωση των συνθηκών (κοινωνικών, πολιτικών, ιστορικών κτλ.) μέσα στις οποίες ζω και τοποθετούμαι απέναντι σε αυτές, αναλαμβάνοντας υποχρεώσεις ή διεκδικώντας δικαιώματα: Ο σύγχρονος άνθρωπος έχει συνειδητοποιηθεί και έπαυσε να είναι παθητικός θεατής και δέκτης. Συνειδητοποιημένος νέος / εργάτης. || (ενεργ.) κάνω κπ., βοηθώ κπ. να συνειδητοποιηθεί: Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε τους πολίτες.

[λόγ. συνειδητ(ός) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. prendre conscience]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες