Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνεδριακός
1 εγγραφή
συνεδριακός -ή -ό [sineδriakós] Ε1 : που έχει σχέση με το συνέδριο: Συνεδριακό κέντρο, όπου γίνονται συνέδρια.

[λόγ. < ελνστ. συνεδριακός `(πολιτεία) που διοικείται από συνέδριο΄ σημδ. γαλλ. de congrès]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες