Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνδρομή
2 εγγραφές [1 - 2]
συνδρομή η [sinδromí] Ο29 : 1.υλική ή ηθική βοήθεια που παρέχεται σε κπ. ή για κτ.: Tα κοινωφελή ιδρύματα έχουν ανάγκη από την κρατική ~. H ~ των κατοίκων στο έργο της αναδάσωσης ήταν πολύτιμη. Zητώ τη ~ σας. Δικαστική ~, βοήθεια και συνεργασία των αρχών μιας χώρας με τη δικαιοσύνη μιας άλλης χώρας, για την αντιμετώπιση ενός προβλήματος. 2α. χρηματικό ποσό που καταβάλλει, σε τακτά χρονικά διαστήματα, το μέλος μιας κοινότητας, μιας εταιρείας, ενός οργανισμού κτλ., για να ενισχύσει το έργο τους: Ο εξωραϊστικός σύλλογος καλύπτει τα έξοδά του με τις συνδρομές των μελών του. β. ποσό που καταβάλλει κάποιος προκαταβολικά σε περιοδικό, εφημερίδα, καλλιτεχνικό οργανισμό κτλ., για να εξασφαλίσει την τακτική αποστολή των τευχών ή των φύλλων ή την κράτηση εισιτηρίων για τις παραστάσεις, και γενικότερα για την παροχή κάποιων υπηρεσιών: Ετήσια / εξάμηνη ~. Aνανέωση συνδρομής. 3. (λόγ.) συρροή παραγόντων.

[λόγ. < αρχ. συνδρομή `θορυβώδης συρροή΄, κατά τη σημ. του συνδράμω σημδ. γαλλ. secours (στη σημ. 1)]

συνδρομητής ο [sinδromitís] Ο7 θηλ. συνδρομήτρια [sinδromítria] Ο27 : αυτός που καταβάλλει σε μια εφημερίδα, σε ένα περιοδικό ή σε έναν οργανισμό συνδρομή για την παροχή ορισμένων υπηρεσιών: Γράφτηκα ~ στο τάδε περιοδικό. Είμαι ~ στη Λυρική Σκηνή. || ~ τηλεφώνου, αυτός που έχει τηλεφωνική σύνδεση με τον κρατικό οργανισμό τηλεπικοινωνιών.

[λόγ. συνδρομ(ή) -ητής· λόγ. συνδρομη(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες