Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνδικαλισμός
1 εγγραφή
συνδικαλισμός ο [sinδikalizmós] Ο17 : 1.σύνολο ενεργειών που σχετίζονται με την ίδρυση και με τη δράση των συνδικάτων: Εργατικός / αγροτικός ~. Ελεύθερος / κρατικός ~. Aσχολήθηκε πολλά χρόνια με το συνδικαλισμό. Mε το συνδικαλισμό οι εργαζόμενοι οργανώνονται συλλογικά. 2. οικονομικοκοινωνική και πολιτική θεωρία σχετική με τα συνδικάτα και με το ρόλο τους στην κοινωνία: Xριστιανικός / επαναστατικός / ρεφορμιστικός ~.

[λόγ. < γαλλ. syndicalisme (ορθογρ. δαν.) -isme = -ισμός (δες στο σύνδικος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες