Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συνδικαλίζω [sinδikalízo] -ομαι Ρ2.1 : (παθ.) συμμετέχω σε συνδικαλιστι κή οργάνωση: Στην απεργία συμμετέχουν όλοι οι εργαζόμενοι, συνδικαλισμένοι και μη. || (ενεργ., προφ.) οργανώνω εργαζομένους στο συνδικαλισμό.
[λόγ. < γαλλ. syndical(iser) -ίζω (ορθογρ. δαν., δες στο σύνδικος)]