Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνδιασκέπτομαι
1 εγγραφή
συνδιασκέπτομαι [sinδiasképtome] Ρ4β : συμμετέχω σε συνδιάσκεψη.

[λόγ. < ελνστ. συνδιασκέπτομαι `συνεξετάζω΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες