Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συναρτησιακός
1 εγγραφή
συναρτησιακός -ή -ό [sinartisiakós] Ε1 : που αναφέρεται στη συνάρτηση: Συναρτησιακή ανάλυση. Συναρτησιακές εξισώσεις.

[λόγ. συνάρτησι(ς) -ακός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες