Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συναλλαγματοφόρος
1 εγγραφή
συναλλαγματοφόρος -ος / -α -ο [sinalaγmatofóros] Ε14 : που αποφέρει συνάλλαγμα: Ο τουρισμός είναι μία από τις πιο συναλλαγματοφόρες δραστηριότητες.

[λόγ. συναλλαγματ- (συνάλλαγμα) -ο- + -φόρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες