Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συναισθησία η [sinesθisía] Ο25 : (φυσιολ., ψυχ.) φαινόμενο που χαρακτηρίζεται από την ταυτόχρονη αντίληψη ενός αισθήματος συμπληρωματικού του κύριου και φυσιολογικού και το οποίο αφορά ένα άλλο σημείο του σώματος ή ένα άλλο αισθητήριο όργανο, όπως π.χ. όταν ένας ήχος γεννά την εντύπωση του χρώματος.
[λόγ. < γαλλ. synesthésie < αρχ. συναίσθησ(ις) -ie = -ία]