Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συναγείρω
1 εγγραφή
συναγείρω [sinajíro] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. συνήγειρα, απαρέμφ. συναγείρει, (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) κινητοποιώ, ξεσηκώνω: Tα φλογερά κηρύγματα του Kοσμά του Aιτωλού συνήγειραν τα πλήθη.

[λόγ. < αρχ. συναγείρω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες