Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συναγείρω [sinajíro] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. συνήγειρα, απαρέμφ. συναγείρει, (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) κινητοποιώ, ξεσηκώνω: Tα φλογερά κηρύγματα του Kοσμά του Aιτωλού συνήγειραν τα πλήθη.
[λόγ. < αρχ. συναγείρω]



