Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνίζηση
1 εγγραφή
συνίζηση η [sinízisi] Ο33 : 1α.(γραμμ.) φαινόμενο κατά το οποίο, όταν σε μια λέξη ακολουθεί φωνήεν ύστερα από το φθόγγο ι (η, υ, ει, οι) ή το φθόγγο ε (αι), τα δύο φωνήεντα μπορούν να προφέρονται μαζί σε μία συλλαβή, π.χ. βοήθεια [voíθia & voíθ(ia)] · πολλές λέξεις λέγονται μόνο με συνίζηση, π.χ. αδειάζω [aδjázo], ήλιος [íos], όποιος [ópos] κτλ. β. (μετρ.) η συνεκφώνηση γειτονικών φωνηέντων είτε στη συμπροφορά είτε μέσα σε λέξη, ενώ ταυτόχρονα κρατιέται ο ρυθμός του στίχου, π.χ. η μαύρη πέτρα)ολόχρυση. 2. (γεωλ.) κατακόρυφη μετακίνηση τμημάτων του γήινου φλοιού προς το κέντρο της γης.

[λόγ.: 1: ελνστ. συνίζη(σις) -ση· 2: αρχ. σημ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες