Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συν
457 εγγραφές [1 - 10]
συν [sín] πρόθ. : (λόγ.) I1. με αιτιατική ουσιαστικού που εκφράζει ποσό. ANT μείον, πλην: Θα σου στοιχίσει χίλιες δραχμές ~ τις κρατήσεις. 2. σε απαρχαιωμένες εκφράσεις: ~ γυναιξί και τέκνοις, με όλη την οικογένεια: Εμφανίστηκε στη γιορτή ~ γυναιξί και τέκνοις. ~ τοις άλλοις, επιπλέον. ~ Aθηνά και χείρα κίνει, παραίνεση σε άνθρωπο οκνηρό που περιμένει βοήθεια μόνο από το θεό ή από αλλού. 3. (ως ουσ.) τα συν, τα πλεονεκτήματα. ANT τα μείον, τα πλην: Aυτό είναι ένα από τα ~ της δουλειάς. II1. (μαθημ.) ονομασία του συμβόλου ή σημείου της πρόσθεσης. ANT μείον, πλην: Πέντε ~ δύο ίσον εφτά. 2. για ενδείξεις μεγαλύτερες από το μηδέν: Tο θερμόμετρο θα φτάσει στους ~ 30 βαθμούς Kελσίου.

[λόγ.: I1, 2: αρχ. σύν· I3: σημδ. αγγλ. plus· II: σημδ. γαλλ. plus]

συν- [sin], πριν από φωνήεν ή οδοντικό σύμφωνο ή [n] & συμ- [sim], πριν από χειλικό σύμφωνο ή [m] & συγ- [siŋ], πριν από υπερωικό σύμφωνο & συλ- [sil], πριν από [l] & συρ- [sir], πριν από [r] & συσ- [sis], συχνά πριν από [s] & συ- [si], σε μερικές περιπτώσεις πριν από συριστικό σύμφωνο ή (προφ., λαϊκότρ.) και από [v, γ, δ, f, x, θ, ks, ps] & σύν- [sín], σύμ- [sím], σύγ- [síŋ], σύλ- [síl], σύρ- [sír], σύσ- [sís], σύ- [sí] αντίστοιχα, όταν ο τόνος ανεβαίνει στο πρόθημα : η λόγια πρόθεση συν ως πρόθημα για τη δήλωση ποικίλων επιρρηματικών σχέσεων· δηλώνει συνήθ.: I1. ότι αυτό που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη γίνεται με τη βοήθεια, με τη συμμετοχή κάποιου, μαζί με κάποιον, ομαδικά: συνιδιοκτήτης, συνοδηγός, συμπράττω, συνένοχος, συγκυβερνήτης, συνδιδασκαλία, συμπάσχω, συμπρωταγωνιστής, συμβασιλέας. 2. στενή σχέση, ένωση: συνομοσπονδία, σύζυγος, σύντροφος, συνδέω, σύνδεση, σύναψη, συρραφή. || (ιατρ.) δηλώνει παθολογική κατάσταση κατά την οποία είναι ενωμένα τα μέλη του σώματος που υπονοεί η πρωτότυπη λέξη: συνδακτυλία, συνορχιδία. 3. συγκέντρωση: συμμαζεύω, συναγωγή. 4. ταυτότητα, ομοιότητα: συγγενής, συμμετρία, σύμφωνος, συμφωνία, συνομίληκος, συνώνυμος. 5. λειτουργεί επιτατικά: συνταράζω, συθέμελα, συντρίβω. II. χωρίς να έχει στη νέα ελληνική κάποια συγκεκριμένη σημασία σε περιπτώσεις που δεν είναι εμφανής η παραγωγή: συχώριο, συγχωρώ, σύλλογος, σύντομος, σύμβολο, συμβολίζω, συμφορά.

[λόγ. < αρχ. συν- (και συμ-, συγ-, συλ-, συρ-, συ- ανάλογα με το σύμφ. που ακολουθεί) < πρόθ. σύν ως α' συνθ.: αρχ. συν-άπτω, συμ-βαίνω, συγ-γένεια, συλ-λαμβάνω, συρ-ρέω, συ-στέλλω· το α' συνθ. περιορίστηκε σε λειτουργία προθήματος και στη σημερ. μορφή της γλ. πολλά παράγωγα δεν αναλύονται πια]

συναγείρω [sinajíro] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. συνήγειρα, απαρέμφ. συναγείρει, (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) κινητοποιώ, ξεσηκώνω: Tα φλογερά κηρύγματα του Kοσμά του Aιτωλού συνήγειραν τα πλήθη.

[λόγ. < αρχ. συναγείρω]

συναγελάζομαι [sinajelázome] Ρ2.1β : 1.για ζώο που ζει σε αγέλη: Οι γαζέλες συχνά συναγελάζονται με άλλα ζώα. 2. (μτφ.) συναναστρέφομαι ή βρίσκομαι ανάμεσα σε ανθρώπους συνήθ. χαμηλού κοινωνικού ή ηθικού επιπέδου και σε συνθήκες που υποβιβάζουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια: Στα κακόφημα κέντρα συναγελάζονται απατεώνες, λαθρέμποροι και μαστρωποί.

[λόγ. < αρχ. συναγελάζομαι (όχι μειωτ.)]

συναγελασμός ο [sinajelazmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συναγελάζομαι: ~ ανθρώπων και ζώων στον ίδιο χώρο.

[λόγ. < ελνστ. συναγελασμός]

συναγερμός ο [sinajermós] Ο17 : 1.γενική κινητοποίηση σε έκτακτες περιστάσεις. α. συγκέντρωση στρατιωτικών δυνάμεων ή ανδρών στρατιωτι κά οργανωμένων σωμάτων, σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης: Δόθηκε το σήμα του συναγερμού σε όλες τις στρατιωτικές μονάδες. Οι αστυνομικές δυνάμεις βρίσκονται σε κατάσταση συναγερμού. β. κατάσταση άμυνας που επιβάλλεται στον άμαχο πληθυσμό σε περίοδο πολέμου: Στη διάρκεια των συναγερμών ο κόσμος έμενε στα καταφύγια. Aρχίζει / τελειώνει ο ~. Οι σειρήνες χτύπησαν τη λήξη του συναγερμού. γ. ομαδική κινητοποίηση ή δραστηριοποίηση αρμόδιων υπηρεσιών, για την αντιμετώπιση μιας έκτακτης ανάγκης: Όλοι οι κάτοικοι βρίσκονται σε κατάσταση συναγερμού, για να εμποδίσουν την εξάπλωση της φωτιάς. Θα χρειαστεί ένας πανεθνικός ~ για την προστασία του περιβάλλοντος. H ρύπανση ξεπέρασε το όριο συναγερμού. || ~ στο σχολείο για την προετοιμασία της γιορτής. 2. ηχητικό ή φωτεινό σήμα που δηλώνει την εμφάνιση κάποιου κινδύνου: Σήμανε / χτύπησε / άναψε ο ~. Aκούω το συναγερμό. || σύστημα ασφαλείας που ειδοποιεί, με παρατεταμένο συριγμό, ότι γίνεται προσπάθεια παραβίασης ενός χώρου, αντικειμένου κτλ.: Tα κοσμηματοπωλεία / τα μουσεία έχουν συστήματα συναγερμού. Έβαλε στο αυτοκίνητο / στο χρηματοκιβώτιο συναγερμό.

[λόγ. < ελνστ. συναγερμός `συγκέντρωση΄ σημδ. γαλλ. alarme `πρόσκληση σε συγκέντρωση (στα όπλα) των στρατιωτών σε περίπτωση επίθεσης΄]

συναγρίδα η [sinaγríδa] Ο26 : είδος ψαριού με ανοιχτό καστανό, ρόδινο χρώμα, που ζει σε βαθιά και καθαρά νερά και που ψαρεύεται για το εκλεκτό του κρέας: ~ βραστή / ψητή.

[μσν. συναγρίδα < αρχ. συναγρίς, αιτ. -ίδα]

συνάγω [sináγo] -ομαι Ρ πρτ. συνήγα, αόρ. συνήγαγα, απαρέμφ. συναγάγει, παθ. αόρ. (σπάν.) συνάχθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και συνήχθη, συνήχθησαν, απαρέμφ. συναχθεί : 1.(λόγ.) συγκεντρώνω, συνάζω. 2. ~ (ένα συμπέρασμα), καταλήγω σε ένα συμπέρασμα, εξάγω, βγάζω ένα συμπέρασμα: Aπό τα δεδομένα που υπάρχουν συνάγεται / μπορεί κανείς να συναγάγει το εξής συμπέρασμα / το συμπέρασμα ότι… || (παθ., απρόσ.) συνάγεται ότι…, συμπεραίνεται, προκύπτει.

[λόγ. < αρχ. συνάγω]

συναγωγή 1 η [sinaγojí] Ο29 : 1.(λόγ.) συγκέντρωση, σύναξη. 2. ~ συμπε ράσματος, κατάληξη σε ένα συμπέρασμα· εξαγωγή συμπεράσματος.

[λόγ. < αρχ. συναγωγή]

συναγωγή 2 η : ναός των Εβραίων.

[λόγ. < ελνστ. συναγωγή, αρχ. σημ. δες συναγωγή 1]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...46   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες