Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συμψηφιστικός -ή -ό [simpsifistikós] Ε1 : που αναφέρεται στον συμψηφισμό ή που γίνεται για συμψηφισμό.
συμψηφιστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. συμψηφισ- (συμψηφίζω) -τικός]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. συμψηφισ- (συμψηφίζω) -τικός]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |