Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συμφόρηση
1 εγγραφή
συμφόρηση η [simfórisi] Ο33 : 1.(ιατρ.) παθολογική, απότομη και μεγάλη συσσώρευση αίματος σε αγγεία ενός οργάνου: Εγκεφαλική / πνευμονική ~. || (οικ.) εγκεφαλική αιμορραγία που προκαλείται από εγκεφαλική συμφόρηση: Έπαθε ~. Mη με συγχύζεις γιατί θα πάθω / θα μού ΄ρθει ~. 2. πολύ μεγάλη συγκέντρωση πραγμάτων ή ανθρώπων, που έχει ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση της ελεύθερης μετακίνησής τους. ANT αποσυμφόρηση: H κίνηση χιλιάδων αυτοκινήτων τις πρωινές ώρες προκαλεί κυκλοφοριακή ~ στους κεντρικούς δρόμους.

[λόγ. < ελνστ. συμφόρη(σις) -ση `το να φέρεις κτ. μαζί΄, σημδ.: 1: γαλλ. congestion· 2: αγγλ. congestion]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες