Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συμφεροντολόγος
1 εγγραφή
συμφεροντολόγος -α / -ος -ο [simferondolóγos] Ε14 : που έχει ως κίνητρο των ενεργειών του πάντοτε το προσωπικό του συμφέρον· ιδιοτελής. || (ως ουσ.) ο συμφεροντολόγος, θηλ. συμφεροντολόγα.

[λόγ. συμφεροντ- (συμφέρον) -ο- + -λόγος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες