Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συμπροφορά
1 εγγραφή
συμπροφορά η [simbroforá] Ο24 : (γραμμ.) φαινόμενο κατά το οποίο τα γειτονικά φωνήεντα ή σύμφωνα δύο λέξεων προφέρονται μαζί, χωρίς να μεσολαβεί παύση μεταξύ τους: Hχηροποίηση ενός άηχου συμφώνου από ~ με το άρθρο στην αιτιατική. Aφαίρεση στη ~.

[λόγ. συμ(προφέρω) -προφορά κατά το σχ.: προφέρω - προφορά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες