Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συμπροφορά η [simbroforá] Ο24 : (γραμμ.) φαινόμενο κατά το οποίο τα γειτονικά φωνήεντα ή σύμφωνα δύο λέξεων προφέρονται μαζί, χωρίς να μεσολαβεί παύση μεταξύ τους: Hχηροποίηση ενός άηχου συμφώνου από ~ με το άρθρο στην αιτιατική. Aφαίρεση στη ~.
[λόγ. συμ(προφέρω) -προφορά κατά το σχ.: προφέρω - προφορά]