Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συμπολιτεύομαι
1 εγγραφή
συμπολιτεύομαι [simbolitévome] Ρ5.1β : ανήκω ή υποστηρίζω την κυβερνητική ή την πλειοψηφούσα παράταξη, κυρίως στη μπε. ANT αντιπολιτεύομαι: Ο συμπολιτευόμενος τύπος.

[λόγ. < ελνστ. συμπολιτεύομαι `ασκώ από κοινού δημόσιο αξίωμα΄, αρχ. σημ.: `ζω από κοινού σε μία πόλη΄ κατά τη σημ. του πολιτεύομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες