Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συμπολιτεία
1 εγγραφή
συμπολιτεία η [simbolitía] Ο25 : 1.στην αρχαία Ελλάδα, ένωση πόλεων σε κοινό κράτος: Aχαϊκή / Aιτωλική ~. 2. ομοσπονδιακή ένωση πολιτειών: Aμερικανική ~.

[λόγ.: 1: ελνστ. συμπολιτεία· 2: σημδ. γαλλ. confédé ration & αγγλ. confederacy]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες