Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συμπληρώνω
1 εγγραφή
συμπληρώνω [simbliróno] -ομαι Ρ1 : 1α.προσθέτω σε ένα σύνολο το μέρος που λείπει, έτσι ώστε αυτό να γίνει πλήρες: Mου λείπουν δύο τόμοι για να συμπληρώσω την εγκυκλοπαίδεια. Δώσε μου εκατό χιλιάδες για να συμπληρώσω το ποσό που οφείλω στην εφορία. || για ορισμένη χρονι κή περίοδο που ολοκληρώνεται: Σε ένα χρόνο ~ τριακονταπενταετία και παίρνω σύνταξη. Συμπληρώθηκαν δύο χρόνια από το θάνατό του. β. προσθέτω σε ένα σύνολο κτ. που το θεωρώ απαραίτητο: Θα συμπληρώ σω την επίπλωση του καθιστικού με δύο πολυθρόνες. γ1. προσθέτω στο γραπτό ή στον προφορικό λόγο στοιχεία που παραλείφθηκαν ή που προέκυψαν αργότερα: Nέα έκδοση συμπληρωμένη και βελτιωμένη. Θα ήθελα να συμπληρώσω κάτι / να σε συμπληρώσω. Είναι καλό παιδί, είπε ο πατέρας, και καλός μαθητής, συμπλήρωσε η μητέρα. || ~ ένα έντυπο, γράφω στα κενά που υπάρχουν τα στοιχεία που λείπουν, που είναι απαραίτητα: Kατέθεσε την αίτηση συμπληρωμένη. ~ τα κενά του σταυρολέξου. γ2. (γραμμ.) συμπληρωμένη πρόταση, που έχει και δευτερεύοντες όρους. δ. καλύπτω όλες τις κενές θέσεις: Συμπληρώθηκαν τα τμήματα της πρώτης τάξης. Οι θέσεις στο λεωφορείο είναι όλες συμπληρωμένες. 2. ολοκληρώνω κτ. που έχει αρχίσει: Ο νέος διευθυντής συμπλήρωσε το έργο του προκατόχου του. H φωτιά ήρθε να συμπληρώσει την καταστροφή που προκάλεσε ο σεισμός. Πήγε στο εξωτερικό για να συμπληρώσει τις σπουδές του. || τελειοποιώ μια κατάσταση: H γέννηση του παιδιού συμπλήρωσε την ευτυχία του ζευγαριού. 3. (μτφ.) για πρόσωπα με διαφορετικά χαρίσματα και προσόντα το καθένα, που όταν συνεργάζονται σχηματίζουν ένα ολοκληρωμένο και αρμονικό σύνολο: Ο ένας σύζυγος συμπληρώνει τον άλλο.

[λόγ. < αρχ. συμπληρ(ῶ) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες