Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συμπλήρωμα
3 εγγραφές [1 - 3]
συμπλήρωμα το [simblíroma] Ο49 : 1.η ενέργεια του συμπληρώνω· συμπλήρωση: Tο ~ ενός ποσού / της αίτησης. H εργασία σου χρειάζεται ~. 2. ό,τι πρέπει να προστεθεί σε ένα σύνολο για να γίνει πλήρες. α1. συμπλη ρωματικό κείμενο σε σύγγραμμα ή σε άλλο έντυπο, όπου περιέχονται στοιχεία που, κατά τη γνώμη του συγγραφέα ή του συντάκτη, πρέπει να προστεθούν. || ~ μιας εγκυκλοπαίδειας, ένας ή περισσότεροι τόμοι, που εκδίδονται συμπληρωματικά μετά την ολοκλήρωσή της. α2. (γραμμ.) συμπληρώματα του ρήματος, οι επιρρηματικοί προσδιορισμοί και τα αντικείμενα. β. ποσότητα τροφής εκτός από την κανονική μερίδα.

[λόγ. < αρχ. συμπλήρωμα `γέμισμα, ολοκληρωμένο αποτέλεσμα΄ σημδ. γαλλ. complé ment, supplément]

συμπληρωματικός -ή -ό [simbliromatikós] Ε1 : για κτ. που συμπληρώνει κτ. άλλο που λείπει ή για κτ. που προσθέτει κτ. επιπλέον: Θα χρειαστώ ένα συμπληρωματικό ποσό χρημάτων. Zήτησα συμπληρωματικές πληρο φορίες / διευκρινίσεις, για να σχηματίσω πλήρη εικόνα της κατάστασης. Στο νομοσχέδιο προστέθηκαν ορισμένες συμπληρωματικές διατάξεις. || (γεωμ.) συμπληρωματική γωνία, που μαζί με μία άλλη σχηματίζει μία ορθή. (φυσ.) συμπληρωματικά χρώματα, που όταν αναμειχθούν εξουδετερώνονται αμοιβαία και δίνουν το λευκό, και ως ουσ. το συμπληρωματικό, συμπληρωματικό χρώμα: Tο συμπληρωματικό του κόκκινου είναι το πράσινο. συμπληρωματικά ΕΠIΡΡ: Έδωσα ~ χίλιες δραχμές. ~, θα έλεγα ότι…

[λόγ. < ελνστ. συμπληρωματικός `συστατικός΄ σημδ. γαλλ. complémentaire, supplémentaire]

συμπληρωματικότητα η [simbliromatikótita] Ο28 : η ιδιότητα του συμπληρωματικού. || (φυσ.) Aρχή της συμπληρωματικότητας.

[λόγ. συμπληρωματικ(ός) -ότης > -ότητα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες