Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συμπιεστότητα
1 εγγραφή
συμπιεστότητα η [simbiestótita] Ο28 : (φυσ.) η ιδιότητα των υλικών να μειώνουν τον όγκο τους, υπό την επίδραση μηχανικής πίεσης: H ~ στερεών / υγρών / αερίων.

[λόγ. συμπιεστ(ός) -ότης > -ότητα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες