Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συμπιεστός
1 εγγραφή
συμπιεστός -ή -ό [simbiestós] Ε1 : που μπορεί να συμπιεστεί. || (ως ουσ., φυσ.) το συμπιεστό, η συμπιεστότητα.

[λόγ. συμπιεσ- (συμπιέζω) -τός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες