Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συμπιε
6 εγγραφές [1 - 6]
συμπιέζω [simbiézo] -ομαι Ρ2.1 : 1.ασκώ πίεση σε κτ. και ελαττώνω τον όγκο του: ~ τον αέρα / ένα αέριο. || Πρέπει να συμπιεστούν τα ρούχα για να χωρέσουν στη βαλίτσα. 2. (μτφ.) α. περιορίζω, μειώνω κτ. με την επιβολή δραστικών μεθόδων ή μέτρων: ~ τις τιμές / τις δαπάνες, τις ελαττώνω. Ο χρόνος μου είναι πολύ συμπιεσμένος, περιορισμένος. β. (συνήθ. παθ.) για ψυχολογική πίεση που ασκείται σε κπ., από διάφορες πλευρές.

[λόγ. < αρχ. συμπιέζω]

συμπίεση η [simbíesi] Ο33 : η ενέργεια του συμπιέζω. 1. ελάττωση του όγκου, συμπύκνωση ή μεταβολή του σχήματος ή των ιδιοτήτων ενός υλικού, που είναι αποτέλεσμα της πίεσης που ασκούν μηχανικές δυνάμεις στο υλικό αυτό: ~ ενός αερίου, μείωση του όγκου και αύξηση της εσωτερικής του πίεσης. ~ εδαφών. 2. (μτφ.) δραστικός περιορισμός, μείωση: ~ του χρόνου / των τιμών / των δαπανών.

[λόγ. < αρχ. συμπίε(σις) `κοινή πίεση΄ -ση σημδ. γαλλ. compression]

συμπιεστής ο [simbiestís] Ο7 : μηχάνημα με το οποίο συμπιέζεται κτ.: ~ αερίων, που αυξάνει την πίεση των αερίων και μειώνει τον όγκο τους.

[λόγ. συμπιεσ- (συμπιέζω) -τής μτφρδ. γαλλ. compresseur]

συμπιεστικός -ή -ό [simbiestikós] Ε1 : που μπορεί, που έχει την ικανότη τα να συμπιέζει.

[λόγ. συμπιεσ- (συμπιέζω) -τικός]

συμπιεστός -ή -ό [simbiestós] Ε1 : που μπορεί να συμπιεστεί. || (ως ουσ., φυσ.) το συμπιεστό, η συμπιεστότητα.

[λόγ. συμπιεσ- (συμπιέζω) -τός]

συμπιεστότητα η [simbiestótita] Ο28 : (φυσ.) η ιδιότητα των υλικών να μειώνουν τον όγκο τους, υπό την επίδραση μηχανικής πίεσης: H ~ στερεών / υγρών / αερίων.

[λόγ. συμπιεστ(ός) -ότης > -ότητα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες