Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συμπαθής
1 εγγραφή
συμπαθής -ής -ές [simbaθís] Ε10 : που προκαλεί τη συμπάθεια, τα φιλι κά συναισθήματα των άλλων· συμπαθητικός11: ANT αντιπαθής: Aυτή τη νέα τη βρίσκω πολύ συμπαθή. Δεν είναι ~ στους υφισταμένους του, εξαιτίας του αυταρχικού χαρακτήρα του. Aυτός ο άνθρωπος μού είναι πολύ ~. Είναι μια πολύ ~ φυσιογνωμία. || H ~ τάξη των αγροτών / μικροπωλητών / συνταξιούχων κτλ., για να δηλώσουμε την αναγνώριση του έργου που προσφέρουν ή προσέφεραν και τη συμπαράστασή μας προς αυτούς.

[λόγ. < αρχ. συμπαθής `που νιώθει ή που προκαλεί συμπόνια΄ & σημδ. γαλλ. sympathique < sympathie < αρχ. συμπάθεια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες