Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συμμορία
1 εγγραφή
συμμορία η [simoría] Ο25 : I1.οργανωμένη ομάδα κακοποιών, οι οποίοι για την επιτυχία των σκοπών τους χρησιμοποιούν συνήθ. βίαιες μεθόδους· (πρβ. σπείρα): Ένοπλες συμμορίες ληστών τρομοκρατούσαν την ύπαιθρο. Συμμορίες διαρρηκτών λυμαίνονται τις πόλεις. Σε διάφορες φτωχογειτονιές δρουν συμμορίες νεαρών. || πειραχτικά, ομάδα πολύ ζωη ρών και σκανταλιάρικων παιδιών. || (νομ.) ομάδα τριών τουλάχιστον κακοποιών: Kατηγορείται για σύσταση συμμορίας. 2. χαρακτηρισμός ομάδας ατόμων, τα οποία με ανήθικα μέσα προσπαθούν να πετύχουν άνομους σκοπούς. II. στην αρχαία Aθήνα, καθεμιά από τις είκοσι ομάδες, στις οποίες είχαν διαιρεθεί οι φορολογούμενοι πολίτες.

[λόγ.: ΙΙ: αρχ. συμμορία· Ι: σημδ. γαλλ. bande]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες