Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συμμετρικός -ή -ό [simetrikós] Ε1 : για κτ. που βρίσκεται σε συμμετρία με κτ. άλλο ή για κτ. που το χαρακτηρίζει η συμμετρία. ANT ασύμμετρος: Tα δύο τμήματα του κτιρίου είναι συμμετρικά. Tα δέντρα του κήπου έχουν συμμετρική διάταξη.
συμμετρικά ΕΠIΡΡ: Οι ακτίνες του κύκλου εκτείνονται ~ από το κέντρο προς την περιφέρεια. [λόγ. < γαλλ. symétrique < symétr(ie) = συμμετρ(ία) -ique = -ικός (πρβ. ελνστ. συμμετρι κός `μέτριου μεγέθους΄)]