Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συμμετρικός
1 εγγραφή
συμμετρικός -ή -ό [simetrikós] Ε1 : για κτ. που βρίσκεται σε συμμετρία με κτ. άλλο ή για κτ. που το χαρακτηρίζει η συμμετρία. ANT ασύμμετρος: Tα δύο τμήματα του κτιρίου είναι συμμετρικά. Tα δέντρα του κήπου έχουν συμμετρική διάταξη. συμμετρικά ΕΠIΡΡ: Οι ακτίνες του κύκλου εκτείνονται ~ από το κέντρο προς την περιφέρεια.

[λόγ. < γαλλ. symétrique < symétr(ie) = συμμετρ(ία) -ique = -ικός (πρβ. ελνστ. συμμετρι κός `μέτριου μεγέθους΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες