Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συμμερίζομαι
1 εγγραφή
συμμερίζομαι [simerízome] Ρ2.1β : 1.κατανοώ τους λόγους που προκαλούν τα αρνητικά ή θετικά συναισθήματα κάποιου και λυπούμαι ή χαίρομαι μαζί του: ~ τον πόνο / τη θλίψη / την ανησυχία / τη χαρά / την αισιοδοξία σου. || ~ κπ., συμμερίζομαι τα συναισθήματά του. 2. ~ τη γνώμη / την άποψη / τις ιδέες κάποιου, συμφωνώ με αυτές.

[λόγ. < ελνστ. συμμερίζομαι `παίρνω μερίδιο μαζί με΄ σημδ. γαλλ. partager]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες