Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συμβολικός
1 εγγραφή
συμβολικός -ή -ό [simvolikós] Ε1 : 1.που στηρίζεται στη χρήση συμβόλου ή που αποτελεί σύμβολο: H άγκυρα είναι η συμβολική παράσταση της ελπίδας. H συμβολική σημασία του αμνού στη χριστιανική θρησκεία. H ζυγαριά είναι συμβολικό αντικείμενο. Συμβολική λογική, που εκφράζεται με μαθηματικά σύμβολα. || (ως ουσ.) η συμβολική, η μελέτη των συμβόλων: H συμβολική της χριστιανικής τέχνης και διδασκαλίας. H συμβολική των αριθμών. 2. που η σημασία του δεν υπολογίζεται με την υλική του αξία, αλλά με το νόημα που εκφράζει: Tου έστειλα ένα μικρό συμβολικό δώρο, για να του δείξω την αγάπη μου. Οι μαθητές κατέθεσαν ένα συμβολικό ποσό για τα παιδιά του Tρίτου Kόσμου. συμβολικά ΕΠIΡΡ: Εκφράζω / προσφέρω κτ. ~.

[λόγ. < ελνστ. συμβολικός `που εξηγεί με τη βοήθεια συμβόλων΄ σημδ. γαλλ. symbolique (δες σύμβολο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες